σκελετώδης

σκελετώδης
-ες, ΝΑ [σκελετός]
νεοελλ.
αυτός που είναι πολύ αδύνατος, όμοιος με σκελετό, σκελετωμένος, κάτισχνος
αρχ.
όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο πτώμα, με μούμια.
επίρρ...
σκελετωδώς Ν
με σκελετώδη τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκελετώδης — like a dried corpse masc/fem acc pl (attic epic doric) σκελετώδης like a dried corpse masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σκελετώδης like a dried corpse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, σκελετωμένος, όμοιος με σκελετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκελετῶδες — σκελετώδης like a dried corpse masc/fem voc sg σκελετώδης like a dried corpse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετώδεις — σκελετώδης like a dried corpse masc/fem acc pl σκελετώδης like a dried corpse masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σκελετωμένος — και σκελεθρωμένος, η, ο, Ν σκελετώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο] …   Dictionary of Greek

  • κάτισχνος — η, ο πολύ ισχνός, σκελετώδης: Από την πείνα ήταν κάτισχνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”